μηνιτής

μηνιτής
μηνῑτής, οῦ, ,
A wrathful man, Arr.Epict.4.5.18 (-υτής Schweigh.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηνιτής — μηνιτής, και μηνίτης, ὁ (Α) αυτός που είναι γεμάτος οργή, ο οργίλος, ο θυμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μηνιτής < μηνίω, ενώ ο τ. μηνίτης < μῆνις «οργή, θυμός» + επίθημα ίτης (πρβλ. σελην ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • μηνιτής — wrathful man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”